«Ο χορός εις του κ. Περιάνδρου» – Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη [✩audio-book]

0

Τίτλος: «Ο χορός εις του κ. Περιάνδρου»

Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)

Αφήγηση: Ανδρέας Χατζηδήμου

Είδος: Κλασική ελληνική λογοτεχνία

Άδεια διανομής: Ελεύθερη διάθεση

Διάρκεια: 12:39

Έτος: 2024

 

✔ Ακούστε την αφήγηση:

 

✔ Περιγραφή:

(1905)

Πῶς ἐγελάσθην ἐγώ ― τί ἤθελα, τί γύρευα νὰ ξαναείπω εἰς τὸν φίλον μου, Νικολάκην τὸν Β… ―νῦν δικαστὴν ἐν Μ…― τὰ ὅσα μοῦ εἶχε διηγηθῆ ἐκεῖνο τὸ πρωὶ εἰς τὸ καφενεῖον ὁ κ. Πανάγος Περίανδρος, σεβάσμιος συνταξιοῦχος καὶ οἰκοκύρης καλός; Ἐσυχνάζαμεν μαζὶ εἰς τὸ ἴδιον καφενεδάκι, παρὰ τὴν ὁδὸν Α…, εἰς μίαν συνοικίαν ἐξόχως λαϊκήν. Ὁ γηραιὸς Περίανδρος οὐδέποτε ἔπινε καφέ, οὔτε ναργιλὲ ἐκάπνιζεν, οὔτε ἐξώδευε λεπτόν· μόνον τὰς ἐφημερίδας ὅλας ἀπερρόφα. Κρατῶν ἀνὰ τρεῖς εἰς τὰς χεῖρας, τὴν μίαν ἐν ἐνεργείᾳ, τὴν ἄλλην ἐν ἐφεδρείᾳ, καὶ τὴν ἄλλην ὡς ἐθνοφρουράν, τὴν μίαν ἐτελείωνεν ἤδη, τὰς ἄλλας δύο ἔκρυπτεν ὑπὸ τὴν πρώτην. Πάντα ἐπαίτην εἰσερχόμενον παρέπεμπεν εἰς τὸν συγγενῆ του παπα-Νικόστρατον, ἐκεῖ παρακαθήμενον, καπνίζοντα σιγαρέτον, καὶ διαβάζοντα τὸν «Παλιάνθρωπον».

Ὁ παπα-Νικόστρατος εἶχεν ἀνοικτὴν πάντοτε τὴν χεῖρα, καὶ εἰς κεράσματα καὶ εἰς ἐλεημοσύνην.

Ὁ ἐξάδελφός του κ. Περίανδρος, ἀμφίβολον ἂν εἶχε ποτὲ λεπτὸν ἐπάνω του. Εἶχε δύο ἢ τρεῖς οἰκίας, πολλὰς χιλιάδας εἰς τὴν Ἐθν. Τράπεζαν, καλὴν σύνταξιν ἀπὸ τὸ δημόσιον, καί τινα οἰκόπεδα, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀποκτήσει ὅταν διετέλει εἰς οἰκονομικὴν ὑπηρεσίαν· περιουσίαν ἄνω τῶν 300 χιλ. Ὁ φρόνιμος γέρων συνήθιζε νὰ λέγῃ:

― Ἂν ἐγὼ δὲν δίδω, τοὐλάχιστον παρακινῶ ἄλλους. Τοὺς στέλνω στὸν παπα-Νικόστρατον. Τὸ ἴδιο εἶναι. Καὶ γιὰ μένα ψυχικὸ πιάνεται.

Πρεσβύτης ἤδη, εἶχεν ἐμβῆ εἰς τὸν κόσμον, λαβὼν γυναῖκα σχεδὸν σαραντάραν. Εἶχε γεννήσει ἕνα κοράσιον, καὶ πλέον οὔ.

Περὶ τὸ 188…, ὅταν ἐπρόκειτο καὶ πάλιν περὶ Μακεδονίας, ὅπως πάντοτε, ὁ κὺρ Πανάγος συνήθιζε νὰ λέγῃ:

― Γιὰ μένα Μακεδονία εἶναι τὸ παιδί μου· αὐτὴν ἔχω καὶ Κρήτη καὶ Μακεδονία ἐγώ.

Ἐντεῦθεν δύο ἢ τρεῖς φίλοι μας συνήθισαν νὰ ὀνομάζουν «Μακεδονίαν» τὴν κόρην τοῦ κ. Περιάνδρου, καθ᾿ ὅσον αὕτη ἐμεγάλωνεν. Εἶχεν οὗτος οἴκοι δύο μικρὰς θεραπαινίδας, ὁμήλικας, 12 ἢ 13 ἐτῶν.

Ἡ μία τούτων ἐκαλεῖτο Εἰρήνη. Τῆς ἄλλης, ἥτις ἦτο παιδίσκη ροδοκόκκινη, ζωηροτάτη, καὶ πρώιμος τὴν ἀνάπτυξιν, δὲν συνέπεσε νὰ μάθωμεν τὸ ὄνομα. Ὅθεν, μεταξύ μας, τὴν ἐβαπτίσαμεν «Πόλεμον». Οὕτω, τὴν μίαν ὠνομάζαμεν Εἰρήνην, τὴν ἄλλην Πόλεμον ― αἱ δύο ὁμοῦ ἀντεπροσώπευον τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς.

― Νά, ἡ Εἰρήνη!

― Νά, ὁ Πόλεμος! ἔρχεται στὸ καφενεδάκι νὰ ζητήσῃ τὸν ἀφεντικό της.

Τὰς ἐβλέπαμεν τῷ ὄντι συχνὰ ἢ εἰς τὸν δρόμον ἔξω, ἢ εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας τοῦ κὺρ Πανάγου.

 

[ Πηγή: https://open.spotify.com ]

 

Comments are closed.