«Τα Χριστούγεννα του Θανάση Μερτίκα» – Διήγημα του Κωστή Μπαστιά [✩audio-book]

0

Τίτλος: «Τα Χριστούγεννα του Θανάση Μερτίκα»

Συγγραφέας: Κωστής Μπαστιάς (1901-1972)

Αφήγηση: Τάσσος Ζιάκκας

Είδος: Κλασική ελληνική λογοτεχνία

Άδεια διανομής: Ελεύθερη διάθεση

Διάρκεια  38:44

Έτος έκδοσης: 2021

 

✔ Ακούστε την αφήγηση:

 

✔ Περιγραφή:

Εἶχε χρόνια νὰ πατήσει τὸ πόδι του σὲ πολιτεία. Ἐδῶ καὶ σαρανταπέντε χρόνια, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ πάτησε τὰ χώματα τῆς Ἀμερικῆς, ξεμπαρκάρισε σὲ πολιτεία: στὴ Νέα Ὑόρκη. Τὰ πρῶτα πέντε χρόνια, γύρισε δέκα μεγάλες πολιτεῖες, χωρὶς νὰ καταφέρει νὰ στεριώσει σὲ καμιά, χωρὶς νὰ δεῖ προκοπή. Ὕστερα τράβηξε στὸ ἐσωτερικὸ καὶ χάθηκε. Πεδιάδες ἀτέλειωτες, πλούσια λιβάδια κι ἐρημότοποι, ποὺ τοὺς ψήνει ἡ κάψα κι ἡ ἀναβροχιά. Χιλιάδες μίλια σπαρμένα, κι ἄλλες τόσες ἄσπαρτες, ἀνόργωτες ἀπεραντοσύνες, μὲ μονάχα θερεμένους κάκτους, ποὺ δὲ χρειάζουνται νερό, γιὰ νὰ προκόψουν.

Τώρα πάλι, ὕστερ᾿ ἀπὸ σαράντα χρόνους μεροκάματο σ᾿ ἀπόκοσμες φάρες, ξανάμπαινε σὲ πολιτεία.

Βέβαια, δὲν ἦταν οὔτε ἡ Νέα Ὑόρκη, οὔτε τὸ Σικάγο, οὔτε τὸ Λὸς Ἄντζελες. Γιὰ τούτη τὴ μεγάλη χώρα, ἡ πολιτεία ποὺ ἦρθε ὁ Θανάσης Μερτίκας λογαριάζεται χωριό, ποὺ δὲν ξεπερνοῦσε τὶς πέντε χιλιάδες ψυχές. Εἶχε ὅμως ὅλα τα γνωρίσματα τῆς μεγάλης πόλης, κι ἂς ἤτανε μικρή. Εἶχε τὸ «ντρὰγκ-στόρ», τὸ φαρμακεῖο δηλαδή, ὅπου ἔτρωγε μιὰ ὀμελέτα, δύο αὐγὰ μὲ μπέικον, ἕνα σάντουιτς, ἕνα χέμπουργκερ, δύο λουκάνικα μὲ μουστάρδα, παγωτὸ βανίλια καὶ κόκα κόλα. Εἶχε τὸ Γουλσγόρθ, δηλαδὴ τὸ μαγαζὶ ποὺ πουλοῦσε ἕνα σωρὸ πράματα μὲ πέντε καὶ δέκα σέντς, εἶχε τὸν κλασικὸ τύπο τοῦ ἀμερικάνικου ρεστοράν, τὴν καφετέρια, κι ἕνα εἶδος «Ντεπάρμαντ Στὸρ», ὅπου ἀγοράζεις ὅ,τι βάλει ὁ νοῦς σου σὲ τιμὲς συμφερτικές: ἀπὸ ἐσώρουχα ὣς κοστούμια, γυναικεῖα φορέματα, κι ἀπὸ κατσαρόλες ὡς κρεβάτια καὶ καναπέδες σαλονιοῦ.

Κεῖνο ποὺ ἔκανε ὅμως τὸ Θανάση Μερτίκα νὰ κοιτάει παράξενα, ἦταν τὰ σπίτια τὰ πολύπατα, κολλημένα τὸ ἕνα δίπλα στ᾿ ἄλλο, κι οἱ δρόμοι, ὅπου σὰν μυρμηγκιὰ κόχλαζε ἡ ζωή: ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, ἄσπροι, μαῦροι, αὐτοκίνητα, ποδήλατα – ὅλα βούιζαν, ἔτρεχαν, χάνονταν καὶ ξαναγύριζαν!… Ἀποροῦσε κι ὁ ἴδιος κι ἀναρωτιόνταν ἂν θὰ τὸ πίστευε κανεὶς πὼς ἄνθρωπος σαραπέντε χρόνια στὴν Ἀμερικὴ εἶχε χάσει τὴν εἰκόνα τῆς πολύβουης ζωῆς.

Κι ὅμως αὐτὸ ἦταν ἡ ἀλήθεια. Σαράντα χρόνια ὁ Θανάσης Μερτίκας εἶχε ζήσει ἀνάμεσα οὐρανοῦ καὶ γῆς, στὴν καρδιὰ μιᾶς ἀτελείωτης πεδιάδας τοῦ Σάουθ, ὅπου δὲν ἀντάμωνε ἄλλους ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς φαρμαδόρους, ποὺ ὀργώνανε μαζί, ποὺ σπέρνανε μαζί, ποὺ θερίζανε μαζὶ καὶ μαζὶ βόσκανε τὰ ζωντανά: γελάδια, ἄλογα καὶ σκυλιά! Ἐξὸν ἀπ᾿ αὐτούς, ἀντάμωνε καὶ τοὺς ὁδηγούς, ποὺ φέρνανε τὰ φορτηγὰ καὶ φορτώνανε τὰ σπαρτὰ καὶ τὰ γεννήματα.

Ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἦταν ἡ φάρμα ποὺ δούλευε, ὡς τὴν πιὸ γειτονικιὰ φάρμα, χρειαζόταν πέντε γερὲς ὧρες τρέξιμο ἀλόγου.

 

[ Πηγή: www.audiomack.com ]

 

Comments are closed.