«Οι Ναυαγοσώσται» – Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη [✩audio-book]

0

Τίτλος: «Οι Ναυαγοσώσται»

Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)

Αφήγηση: Ανδρέας Χατζηδήμου

Είδος: Κλασική ελληνική λογοτεχνία

Άδεια διανομής: Ελεύθερη διάθεση

Διάρκεια 16:02

Έτος έκδοσης: 2023

 

✔ Ακούστε την αφήγηση:

 

✔ Περιγραφή:

Πώς έτρεχον το πρωί, εις την πεδιάδα πέραν, έξω της πολίχνης, τόσος κόσμος, άνδρες και παιδία, και ολίγαι γυναίκες προσέτι; Έτρεχον ανά την ευρείαν λεκάνην, την σχηματιζομένην μεταξύ δύο βουνών, και ενός βορεινού όρμου και του λιμένος του μεσημβρινού, πλήθος πολύ σφόδρα. Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονιον, ο Γραίος, ο βορειοανατολικός, αδιάκοπος εφύσα, και ήτο ψύχος και χειμών, Δεκέμβριον μήνα…..

Πρώτοι έτρεξαν, ο Λούκας ο Μπούνος, κι ο Θανάσης ο Πουγαδής, κι ο Παναγής της Χρόναινας. Ευθύς κατόπιν τούτων ήλθαν ο Αναστάσης ο Ζιζυφός, κι ο Κώστας ο Αμπάς, κι ο Αλέξης της Μυλωνούς, κι οι λοιποί. Άλλοι εξ αυτών έφερον σάκκους πλήρεις, άλλοι εκρατούσαν ως ράβδους υψηλά κοντάρια, κι οι τσέπες των αμπαδένιων επανωφορίων και περισκελίδων των εφαίνοντο κάπως φουσκωμένες. Είχαν βγάλει από τα κοντάρια τους γάντζους και τα καμάκια, και τα έφερον εις τις τσέπες των, ίσως δια να μη δίδουν υποψίας. Δύο εκ τούτων εκράτουν ανά μίαν απόχην, και άλλοι εβάσταζον κουβαριασμένα χονδρά σχοινία, πισσωμένα. Βεβαίως επρόκειτο περί αλιευτικής ή ναυτικής εκδρομής.

Αλλά πώς είχον μυρισθεί την υπόθεσιν, κι είχον λάβει είδησιν, όλοι οι μάγκες του τόπου, παιδία μεταξύ δώδεκα και δεκαέξ ετών, πρώτος ο Θοδωρής ο Τσούνος, είτα ο Γιάννης ο Ζόπης, κι ο Πέρρος ο Τριζόπης, κι ο Βασίλης ο Γλάρος, κι ο άλλος Βασίλης ο Κουλός, κι ο Γιώργης ο Κυρκυδός, κι ο Δημήτρης ο Ψόφος, κι ο Γιάννης ο Κιώρης, κι ο Αλέξης το Φανάρι, κι ο Μανωλιός το Ψαλτήρι, και τόσοι άλλοι; Μόλις είχε γνωσθεί το πρωί η είδησις, ότι την περασμένην νύχτα είχε πέσει έξω παρά την Κεφάλαν, την απότομον υψηλήν ακτήν, πλησίον επισφαλούς βορεινού όρμου, μία μεγάλη νάβα ολλανδική, πελώριον σκάφος, φορτωμένον με αγγεία, σίδηρον, και τινα υφάσματα. Και οι μεν ναυαγοί είχον σωθεί· είχαν έλθει νύκτα εις την πόλιν· οι κάτοικοι τους έδωκαν φορέματα, ήναψαν μεγάλην φωτιάν μέσα εις μίαν ισόγειον αποθήκην, και τους εζέσταναν. Οι ξένοι ήπιαν ρούμι άφθονον, και ήναψαν τας πίπας των. Εφαίνοντο ευχαριστημένοι από την φιλοξενίαν των εντοπίων. Τώρα επρόκειτο και πώς να σωθώσι τα ναυάγια.

 

[ Πηγή: https://open.spotify.com ]

 

Comments are closed.